Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Ο ΑΛ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1902


Στὴ Γεωργία Δρίζου·
ἀντὶ δώρου
γιὰ τὰ ὀνομαστήριά της


Πόσοι ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι.
Σὰν ἀγριολούλουδα διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στὴν  Ἁηγιωργιάτικη Ἀθήνα τοῦ 1902

Στὶς 24 Ἀπριλίου 1902, τὴν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τοῦ τροπαιοφόρου ἁγίου Γεωργίου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος,1850-1929), μὲ τὴν δημοσιογραφική του ἰδιότητα, ἀρθρογραφεῖ στὴν 2η σελίδα τῆς ἐφημερίδας  «Ἀκρόπολις» γιὰ τὶς μορφὲς ποὺ ἔλαβε ἡ τιμὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τοῦ «λάμποντα ἐν τῷ λαμπρῷ στερεώματι τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας» ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, στὴν περιοχὴ τῆς πρωτεύουσας, στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἔτι ἐκτενέστερο καὶ πλουσιότερο περιεχόμενο καὶ χαρακτῆρα καθὼς ἑορτάζονταν καὶ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Α΄συμφώνως μὲ τὸ πρόγραμμα ποὺ ἀναφέρουν οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς.[1]
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (σχέδιο Νίκου Βογιατζῆ)
Τὸ χρονικό του, ποὺ τιτλοφορεῖται: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΗΓΙΩΡΓΙΑΤΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ. ΠΟΛΙΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ» ἔχει σπονδυλωτὴ μορφή, ἁπαρτιζόμενο ἀπὸ ἕξη ἐπὶ μέρους μικρὲς ἑνότητες ποὺ προσεγγίζουν τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς, θεολογικῆς, κοινωνικῆς, λαογραφικῆς ἀλλὰ καὶ ἱστορικῆς πλευρᾶς. Μὲ τὴ γραφίδα του νὰ δημοσιογραφεῖ λογοτεχνικῷ τῷ τρόπῳ, ὁ Μωραϊτίδης ἀρχίζει τὸ χρονογράφημά του μὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Λυκαβητοῦ,[2] πού:
Πρῶτος ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐνάρξεως τῆς χθεσινῆς πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὁ μέγας κώδων τοῦ Λυκαβητοῦ,[3] ξυπνητῆρι βαρύκροτον θαρρεῖς, τοῦ γέρω-Λουλουδάκη[4]

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7236 / 24. 4. 1902, σ. 2.
Σημειώνει, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, πὼς ἡ ἀγορὰ εἶναι κλειστή, ἥσυχη καθὼς ἡ συμπαθὴς τάξη τῶν μανάβηδων,  «οἱ ὀπωροπῶλαι καὶ λαχανοπῶλαι», ἀργεῖ μιᾶς καὶ τιμᾷ τὸν προστάτη Ἅγιό της:
Ἡ ἀγορὰ ἦτο κλειστή, διότι τὰ ἡδύλαλα ξυπνητήριά της, οἱ μανάβηδες, ἕνεκα τῆς ἑορτῆς των, δὲν εἰργάζοντο χθές … Τόσον ἔχω ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν καθημερινὴν συντροφίαν τῶν ἀπαραιτήτων αὐτῶν παραρτημάτων τοῦ βίου ἄνευ τῶν ὁποίων ἡ ζωή μας θὰ ἦτο ἄνοστος ὡς κολοκυθάκι Συριανὸν χωρὶς μαϊδανόν, καὶ ἀνούσιος ἀγκινάρα Ἀργείτικη χωρὶς ἄνιθον, ἢ ἄγευστος πάσης χαρᾶς ὡς κουκὶ πατησιώτικο χωρὶς μάραθον τοῦ Μενιδίου.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7236 / 24. 4. 1902, σ. 2.

Τονίζει, ἰδιαιτέρως, τὴν πληθώρα τῶν ναῶν στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ποὺ  εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν ἅγιο Γεώργιο, ἀλλὰ κάνει ἰδιαίτερη μνεία στὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Καρύτση,[5] «τὸν πλούσιον ναὸν τῆς ἀριστοκρατίας» ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ὅπου ὅμως παραπονεῖται πὼς ἡ ψαλτικὴ ἔχει δυτικότροπο χαρακτῆρα καὶ ὄχι τὸν βυζαντινοπρεπῆ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς παραδόσεως καὶ ἐλπίζει αὐτὸ νὰ ἀλλάξει μὲ τὴν ἔλευση τοῦ νέου ἐπιτρόπου τοῦ κ. Μοσχάκη.  
Ἐφ. Ἀκρόπολις,   φ. 7235 23.3. 1902, σ. 2.
Ὁ Μωραϊτίδης καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, ὁ τριτεξάδελφός του ὁ Παπαδιαμάντης, προτιμοῦσαν μετ᾿ ἐπιτάσεως, τὴν βυζαντινότροπη ἀπόδοση τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ὁ Καρπενησιώτης λόγιος καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) εἶχε γράψει γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα πώς: «Ἡ βυζαντινὴ ἁπλούστατα κατέπεσεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διότι δὲν ὑπάρχουν ψάλται. Καὶ σήμερον κινδυνεύουν νὰ μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίδης, οἱ δύο ἀσκηταὶ διηγηματογράφοι μας».[6] Παρατηρεῖ πὼς ὁ Ἅγιος μὲ τὸ μαρτύριό του ἔλαβε τὴ χάρη νὰ τιμᾶται μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση,[7] ἐνῷ προσομοιάζει τὴν κόκκινη χλαμύδα τοῦ ἁγίου μὲ τὰ κόκκινα πασχαλινά αὐγά:
Εἶναι τόσοι πολλοὶ οἱ ναΐσκοι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὥστε ὑπῆρχον χθὲς ναοὶ τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ διὰ μίαν ἄλλην Ἀθήναν… τὸν ἅγιον Γεώργιον τοῦ Καρύτση, ὅστις ἂν καὶ εἶχε καὶ τὴν μουσικὴν ὑπὸ τὸν αὐτὸν μεγαλοπρεπῆ βυζαντινὸν ρυθμόν, … θὰ ἦτο ὁ πρῶτος ναὸς τῆς  πρωτευούσης … Καὶ ἔπειτα εἰς τὸν Ἐλαιῶνα. Πόσοι ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι. Σὰν ἀγριολούλουδα διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι … τοῦ τροπαιφόρου καὶ πολυάθλου μεγαλομάρτυρος, ὅστις μὲ τὸν στέφανον τὸν ἀμάραντον τοῦ μαρτυρίου, ἔλαβε καὶ τὸν ἐπίζηλον κλῆρον νὰ ἑορτάζεται μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασιν … τοῦ ὁποίου ἡ χλαμὶς ἡ ἐρυθρὰ τοῦ μαρτυρίου συγχέεται  μὲ τὰ κόκκινα αὐγὰ τοῦ Πάσχα
Τὰ Ἀναφιώτικα  στα 1903 (Frédéric Boissonnas). 
Ἀθήνα. 
Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα
[Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος], 
Ἀθήνα 2016, σ. 507.

Σχολιάζει τὸν ἐξοχικὸ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς:
Κι᾿ ἐπληρώθησαν μετὰ μεσημβρίαν ὅλοι οἱ πέριξ κῆποι, καὶ τὰ κοινὰ περιβόλια κόσμου θεωροῦντος ἀπαραίτητιν τὴν ἐξοχὴν τὴν ἡμέραν ταύτην.
Θεωρεῖ μάλιστα, πὼς τὸ ἔθιμον τοῦ ἐξοχικοῦ ἑορτασμοῦ, μετὰ καταναλώσεως ψημμένου κρέατος, ἀνάγεται στοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν οἱ ἀρματολοὶ καὶ οἱ ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπαναστάσεως πανηγύριζαν στὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους καὶ συνήθιζαν:
Νὰ χορεύουν τὸν ἐνόπλιον σεμνὸν χορὸν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, νὰ ψάλλουν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ νὰ χαιρετίζουν τὴν ἐλευθέραν γῆν μὲ τὴν χαρμόσυνον φωνὴν τοῦ κλέφτικου καρυοφλλίου…
Τέλος, παρατηρεῖ πὼς τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει  σημειωθεῖ μεγάλη πρόοδος στὴν ἀνθοκομικὴ καὶ τὰ ἄνθη ποὺ κατ᾿ ἔθιμον προσφέρονται στοὺς ἑορτάζοντες –καὶ ἰδιαιτέρως στὶς ἑορτάζουσες– αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἔχουν μὲ ξεχωριστὴ καλλιτεχνία ὀργανωθεῖ σὲ κομψότατες ἀνθοδέσμες, στὴ σύνθεση τῶν ὁποίων εἰδικεύονται οἱ ἀνθοκαλλιεργητὲς τῶν Πατησίων:
Δι᾿ αὐτὸ γίνεται μεγάλη κατανάλωσις πάντοτε ἀνθέων τὴν ἡμέραν αὐτὴν διὰ τοὺς ἑορτάζοντας … οἱ εὐφυεῖς πατησιῶται τόσον ἔμαθον τὴν τέχνην τοῦ συμπλέκειν τὰς ἀνθοδέσμας, ὥστε ἀγοράζοντες ἀντὶ δραχμῆς τὰ σκελετὰ τὰ βαρυόπλεκτα περιπλέκουν αὐτὰ δι᾿ ἀνθέων τῶν κήπων των, κατασκευάζοντες κομψοτάτας ἀνθοδέσμας.
Ἡ ὁδὸς Λουκιανοῦ
 ἀπὸ τὴν ὁδὸ Κηφισίας 
μὲ τὸν Λυκαβητὸ
 καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο
 στὸ βάθος στὰ 1900 (ἄγνωστος φωτογράφος). 
Ἀθήνα. 
Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι
, τὰ γεγονότα
[Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ
 Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος],
 Ἀθήνα 2016, σ. 238.

Τὸ δημοσίευμα του ὁ Μωραϊτίδης τὸ ὁλοκληρώνει μὲ ἕνα χαριτολογικοῦ περιεχομένου ἀνέκδοτο περὶ τῆς ΄΄κακῆς τύχης΄΄ τῶν ἀπωλήτων ἀνθέων τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἐνῷ ὑπογράφει μὲ τὸ σύνηθες δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο, Ὁ ταξειδιώτης.[8]



Ἡ Ἀθήνα στὰ 1902 ἀπὸ τοὺ;πρόποδες τοῦ Λυκαβητοῦ (Ἄγνωστος φωτογράφος. Ἀθήνα. Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα, [Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος], Ἀθήνα 2016, σ. 633.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΗΓΙΩΡΓΙΑΤΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ[9]
                                                   ΠΟΛΙΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ      
Τὸ ξυπνητῆρι τοῦ Λυκαβητοῦ. – Μία ἡμέρα χωρὶς μανάβηδες.  – Οἱ ἅγιοι Γεώργιοι. – Τὰ χθεσινὰ ψητά. – Ὁ ἅγιος τῶν ἁρματωλῶν. – Ἄνθη καὶ ἀνθοπλόκοι.
Πρῶτος ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐνάρξεως τῆς χθεσινῆς πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὁ μέγας κώδων τοῦ Λυκαβητοῦ, ξυπνητῆρι βαρύκροτον θαρρεῖς, τοῦ γέρω-Λουλουδάκη, τοῦ ὁποίου οἱ ἦχοι μαλακὰ-μαλακά, ὡς βαθυφώνου μελῳδία, ἐκραδαίνοντο ἄνω τῶν στεγῶν τῆς κοιμωμένης πόλεως…
—Ντάν-ντάν-ντάν!
Θὰ ἦτο 4 ½ ἡ ὥρα. Μόλις εἶχε χαράξει ἡ ἀνατολὴ κ᾿ ἔλαμπεν ἀκόμη ὁ αὐγερινός, μεγάλος καὶ πολυάκτινος, ὡς εἶναι τὸ καλοκαίρι ὁ λαμπρὸς ἑωσφόρος, μὲ τὸν ὁποῖον παρομοιάζει ὁ συναξαριστὴς τὸν ἅγιον Γεώργιον, τόσον λάμποντα ἐν τῷ λαμπρῷ στερεώματι τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀνθῶνες τῶν μεγάρων εἰς τὰς μεγάλας λεωφόρους ἀρρήτως ἐμοσχοβολοῦσαν τὴν ὥραν ἐκείνην καὶ ὁ ἐσμὸς τῶν φλυάρων πτηνῶν ἐτόνιζεν εἰς τὰς λεύκας σιγὰ-σιγὰ τὴν ἑωθινὴν προσευχήν, ἐνῶ μετὰ σπουδῆς εἰσήρχοντο εἰς τὰ Πατήσια τὰ ὀνάρια τῶν γαλακτοπωλῶν φορτωμένα καὶ αἱ λαχανοπώλιδες ἀργοπατοῦσαι ὡς ὄρνιθες τὴν νύκτα, μὲ τοὺς σάκκους τῶν ἀγρίων χόρτων, διασταυρούμεναι μὲ τοὺς ἱερεῖς, οἵτινες μὲ τὴν βασταγὴν  τῶν ἀμφίων ὑπὸ μάλης διεσπείροντο πρὸς τοὺς διαφόρους τοῦ ἐλαιῶνος ναΐσκους γοργῶς βαίνοντες.
Ἡ ἀγορὰ ἦτο κλειστή, διότι τὰ ἡδύλαλα ξυπνητήριά της, οἱ μανάβηδες, ἕνεκα τῆς ἑορτῆς των, δὲν εἰργάζοντο χθές, εἰς δὲ τοὺς κενοὺς πάγκους των ἐκοιμῶντο οἱ ὀψωκομισταὶ μὲ ταῖς ἀδειαναῖς καλάθαις των συμπεπλεγμένοι. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ πωληταὶ τῶν βοείων κρεάτων, οἵτινες συνήθως ἐγείρονται πρωῒ νὰ προφθάσωσι καὶ λιανίσωσι τὰ ὑπερμεγέθη κρέατα τῶν βοῶν, οὔτε αὐτοὶ ἔδωσαν σημεῖα ἀφυπνίσεως, διότι σήμερον ἡ χθὲς ἦτο ἀφιερωμένη εἰς τοὺς ἀμνοὺς καθόλου.
Πλανόδιος μανάβης στὴν Ἀθήνα τὸ 1907.
Στὸ βάθος διακρίνεταιι ὁ Ἐλαιώνας
(Underwood & Underwood).
Ἀθήνα. Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα
,
[Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος],
Ἀθήνα 2016,  σ. 579.  

*
Ἠμπορεῖ νὰ εἴπωμεν ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πόλις εἶχε χθὲς ἐξέλθει εἰς τὰ ἐξοχὰς ἀπὸ πρωΐας πλὴν τῶν Γεωργίων οἵτινες ἔμειναν νὰ δεχθῶσι τὰς συνήθεις ἐπισκέψεις. Ἀπὸ πρωΐας αἱ ὁδοὶ ἦσαν  κεναί, τὰ δὲ κατάκλειστα μανάβικα προσέθετον καὶ αὐτὰ πολὺ εἰς τὴν ἐρημίαν. Ὅλα φραγμένα ἑρμητικῶς μὲ τὰ γνωστὰ σανιδώματά των· οὐδὲ εἰς τὰ τρίστρατα ὑπῆρχον τὰ καροτσάκια τὰ συνήθη μὲ τὰ πορτοκάλια, εἰς τὰς θέσεις τῶν ὁποίων εἶχον ἐγκαθιδρυθῆ οἱ πωλοῦντες τοὺς τσίρους. Ἦτο ἡ μόνη πρωΐα ποὺ δὲν ἤκουσα τοὺς κινητοὺς μανάβηδες μὲ τὴν ποκιλίαν ἐκείνην τὴν ἀλησμόνητον τῶν φωνῶν των καὶ τῆς συνθέσεως τῶν ὀνομασιῶν τῶν πωλουμένων εἰδῶν. Καὶ νὰ σᾶς εἴπω θαρρῶ πῶς ἔχασα μίαν ἡμέραν. Τόσον ἔχω ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν καθημερινὴν συντροφίαν τῶν ἀπαραιτήτων αὐτῶν παραρτημάτων τοῦ βίου ἄνευ τῶν ὁποίων ἡ ζωή μας θὰ ἦτο ἄνοστος ὡς κολοκυθάκι Συριανὸν χωρὶς μαϊδανόν, καὶ ἀνούσιος ἀγκινάρα Ἀργείτικη χωρὶς ἄνιθον, ἢ ἄγευστος πάσης χαρᾶς ὡς κουκὶ πατησιώτικο χωρὶς μάραθον τοῦ Μενιδίου. 
*
Εἶναι τόσοι πολλοὶ οἱ ναΐσκοι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὥστε ὑπῆρχον χθὲς ναοὶ τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ διὰ μίαν ἄλλην Ἀθήναν. Χωρὶς νὰ ὑπολογίσω τὸν πλούσιον ναὸν τῆς ἀριστοκρατίας, τὸν ἅγιον Γεώργιον τοῦ Καρύτση,[10] ὅστις ἂν καὶ εἶχε καὶ τὴν μουσικὴν ὑπὸ τὸν αὐτὸν μεγαλοπρεπῆ βυζαντινὸν ρυθμόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶναι ἡ τεκτονική του, ἡ ζωγραφική του καὶ ἡ γλυπτική του, θὰ ἦτο ὁ πρῶτος ναὸς τῆς  πρωτευούσης καὶ εὐχόμεθα τώρα ὁποὺ ὁ ἐπίτροπός του κ. Μοσχάκης ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν ἅγιον τάφον νὰ συντελέσῃ εἰς τὴν ἄρσιν τοῦ ἀλλοφύλλου αὐτῆς ἐν τῇ πατρίδι τῆς ἐλευθέρας ὀρθοδοξίας παραχόρδως εἰσφρησάσης ἰδιοτροπίας, χωρὶς λέγω νὰ ὑπολογίσωμεν τὸν ναὸν αὐτὸν καὶ χωρὶς νὰ συγκαταριθμήσωμεν τὸν Ἅγιον Γεώργιον τοῦ Λυκαβητοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους ναοὺς τῆς πόλεως οἵτινες ὅλοι ἦσαν πλήρεις εὐσεβῶν ἑορταστῶν, ἔχομεν καὶ τόσους ἄλλους ἐξοχικοὺς ναΐσκους μὲ ἀπειροπληθίαν προσκυνητῶν, τῶν λαϊκῶν ἰδίως τάξεων, οἵτινες εὑρίσκουσι μεγάλην ἀνακούφισιν εἰς τὰς ἐξοχικὰς πανηγύρεις
Ἐφ. Ἐμπρός,  φ. 1970 / 23. 4. 1902, σ. 2.
.
Ἐὰν ἀφήσωμεν τὸν κύκλον τὸν μικρὸν τῶν σκαρφαλωσάντων ἐπάνω εἰς τὰ Ἀναφιώτικα, εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τῆς Ἀραβίας,[11] κολλημένον εἰς τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως, κ᾿ ἐξέλθωμεν εἰς τὴν δροσερὰν Κυψέλην, πρῶτον ἐκεῖ συναντῶμεν εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα ἀκροώμενον τὴν θείαν λειτουργίαν εἰς τὸν ὁλοκαίνουργον ναΐσκον,[12] ὡς νύμφην κεκοσμημένην, ὅπου ὁ παπα-Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης,[13] πνευματικὸς προσκληθεὶς κατένυξε μέχρι δακρύων διὰ τῆς σεμνοτάτης ἀπαγγελίας τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, τὰς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἀκροῶνται καὶ τὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, κύκλῳ τῆς Ἁγίας Τραπέζης παριστάμενα.
Καὶ ἔπειτα εἰς τὸν Ἐλαιῶνα. Πόσοι ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι. Σὰν ἀγριολούλουδα διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι παρὰ τὰς αἰωνοβίους ἐλαίας, ὑπὸ κυπαρίσσους, ὑπὸ κλάδους πεύκων, μικροὶ ναΐσκοι, τῶν παλαιῶν νοικοκυραίων παρεκκλήσια, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ εὐσεβεῖς ἐκεῖνοι ἡγίαζον τοὺς ἀγρούς των. Παρὰ τὸν ἅγιον Σάββαν, κάτω ἀπὸ τὸν Σωτηράκην ἕνα μικρὸν ναΐσκον τῆς Σωτήρας Μεταμορφώσεως, οὕτω τρυφερῶς ἀποκαλούμενον ὑπὸ τῶν ἰθαγενῶν. Πρὸς τὸ Πυριτιδοποιεῖον, πέραν εἰς τοὺς Ποδάρους, εἰς τὰ κάτω Πατήσια, παντοῦ. Ἐδῶ, ἐκεῖ, μέσα ᾿ς τῂς παπαροῦναις, μέσα ᾿ς τῂς μαργαρίταις τὴς κίτρινες, μέσα ᾿ς τῂς  μαργαρίταις τῂς ἄσπραις. Ἠνάφθησαν κηρία τῆς Ἀναστάσεως, ἐκάησαν θυμιάματα, ἀντήχησαν τοῦ Πάσχα οἱ ὕμνοι μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ τροπαιφόρου καὶ πολυάθλου μεγαλομάρτυρος, ὅστις μὲ τὸν στέφανον τὸν ἀμάραντον τοῦ μαρτυρίου, ἔλαβε καὶ τὸν ἐπίζηλον κλῆρον νὰ ἑορτάζεται μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασιν. Ἡ λαμπὰς ἡ πασχαλινή, ἡ λαμπαδίτσα ἡ κάτασπρη, ἡ βαρακωμένη, ἡ στολισμένη μὲ τόσους φαιδροὺς φιόγκους, τῆς Ἀναστάσεως ἡ λαμπὰς ὅπου ἤναψε μὲ τὸ ἅγιον φῶς, ἡ ἰδία ἀνάπτεται καὶ εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τοῦ ὁποίου ἡ χλαμὶς ἡ ἐρυθρὰ τοῦ μαρτυρίου συγχέεται  μὲ τὰ κόκκινα αὐγὰ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐνῷ ὁ δεξιὸς ψάλτης ψάλλει «Χριστὸς Ἀνέστη», ὁ ἀριστερὸς ἐξακολουθεῖ: «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής…».
*
Διὰ τοῦτο ἐμύριζεν ἡ ἐποχὴ χθὲς ἄφθονον καὶ εὐώδη ψητοῦ κνίσσαν ὡς ἐμύριζε καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα ἡ πόλις. Μόνον εἰς τὸν δροσερὸν καὶ χλοάζοντα Ῥέντην,[14] ὅπου ἑώρταζον οἱ ὀπωροπῶλαι καὶ λαχανοπῶλαι, μόνον ἐκεῖ θὰ ἐψήθησαν ἄνω τῶν 50 ἀμνῶν, ἐν φαιδρᾷ ἀναστροφῇ τῆς πολυπληθεστάτης αὐτῆς συντεχνίας τῆς πρωτευούσης, ἡ ὁποία, ἀφοῦ, ὅλον τὸν χρόνον τρέφει 150.000 κόσμον, ἀναπαύεται καὶ αὐτὴ μίαν ἡμέραν, ἠναγκασμένη εἰς μόνον αὐτὴν τὴν ἡμέραν, νὰ χωνεύσῃ ἑνὸς ἔτους μόχθον ἐπίπονον καὶ βασανιστικόν,… Κατόπιν ὅμως, τοὺς ἀπὸ πρωΐας ἐξελθόντας εἰς τὰς ἐξοχικὰς λειτουργίας παρηκολούθησαν ἄλλοι, μόνον διὰ νὰ φάγωσι εἰς τὴν ἐξοχήν, ἀγοράζοντες ἕτοιμον τὸ ψητὸν ἀπὸ τὰ πωλούμενα εἰς τὰς ὁδοὺς ἕνεκα τῶν ὁποίων κατηργήθη σχεδὸν πλέον τὸ ἱστορικὸν μποῦτι μὲ σκόρδο. Κι᾿ ἐπληρώθησαν μετὰ μεσημβρίαν ὅλοι οἱ πέριξ κῆποι, καὶ τὰ κοινὰ περιβόλια κόσμου θεωροῦντος ἀπαραίτητον τὴν ἐξοχὴν τὴν ἡμέραν ταύτην.
Τὸ κωδωνοστάσιο
τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβητοῦ.
*
Ὅπερ ἔθιμον θὰ ἔχῃ βεβαίως τὴν ἀρχήν του ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς μαύρης δουλείας τοῦ ἔθνους μας, ὅτε τὸν ἅγιον Γεώργιον, κατὰ πρῶτον οἱ ἁρματωλοὶ καὶ  κατόπιν οἱ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, συνήντων πάντοτε εἰς τὸ βουνόν, καὶ εἰς τὸν κάμπον. Εἰς τὸ ἀνθισμένον κλαρί, εἰς τὰ ἔλατα ἢ τοὺς εὐανθεῖς λειμῶνας, εἰς τὰ κρύα νερὰ καὶ παρὰ τὰς ἑλληνικὰς ἀκτάς. Ἐκεῖ πάντοτε οἱ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, μὲ τὸ καρυοφύλλι εἰς τὰς χεῖρας κ᾿ ὁ μεγαλομάρτυς καβαλάρης εἰς τὸ ἄσπρο ἄλογο λυτρούμενος τοὺς αἰχμαλώτους, ὑπερασπιζόμενος τοὺς πτωχούς, ἰατρεύων τοὺς ἀσθενεῖς, ὑπερμαχῶν τῶν ὀρθοδόξων, τὴν αὐγὴν ἐμφανιζόμενος «ὡς ἄστρον φαεινόν». Ἐντεῦθεν ἀπαραίτητος ἔγινεν ἡ ἐξοχὴ εἰς τὴν πανήγυρίν του. Μέσα εἰς τὰ ἄνθη καὶ τῆς ἀνοίξεως τὴν χλόην, εἰς τὰ κρύα νερὰ καὶ τὰ σύσκια δένδρα. Νὰ χορεύουν τὸν ἐνόπλιον σεμνὸν χορὸν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, νὰ ψάλλουν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ νὰ χαιρετίζουν τὴν ἐλευθέραν γῆν μὲ τὴν χαρμόσυνον φωνὴν τοῦ κλέφτικου καρυοφλλίου…
Γέρων Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου 
ὁ Ἁγιορείτης καὶ πνευματικός (1839-1934).

*
Τόσον δὲ παρὰ τῷ λαῷ εἶναι προσφιλὲς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ὥστε καὶ αἱ γυναῖκες αὐτὸ λαμβάνουσιν. Δι᾿ αὐτὸ γίνεται μεγάλη κατανάλωσις πάντοτε ἀνθέων τὴν ἡμέραν αὐτὴν διὰ τοὺς ἑορτάζοντας. Ὁλόκληρα κάρα ἀνθέων εἶχον κομισθῇ χθὲς πρωῒ εἰς τὴ Ἁγίαν Εἰρήνην. Ὅσοι δὲ πατησιῶται βραδύναντες δὲν εὗρον χῶρον ἐκεῖ, ἐτοποθετήθησαν παρὰ τὸ τρίστρατον τῆς ὁδοῦ Σταδίου καὶ Αἰόλου καὶ ἐπώλουν  μὲ τὲς κόφες των γεμάταις ἀπὸ διάφορα ἄνθη. Τὰ τελευταῖα ἔτη μεγάλη πρόοδος παρατηρεῖται καὶ εἰς τὴν συμπλοκὴν τῶν ἀνθέων εἰς ἀνθοδέσμας. Πρὸ τριακονταετίας οἱ ἀγρόται τῶν πέριξ χωρίων ἔφερον ὀλίγας ἀκόμψους καὶ προχείρως ἡρμοσμένας ἀνθοδέσμας, χειροβολίας μᾶλλον ἐμπηγμένας ἐπάνω εἰς μεγάλους καὶ χονδροὺς ράμνους.
Ἀλλ᾿ ἔκτοτε, ἀφοῦ ὁ κ. Φασούλης ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὴν καλλιέργειαν ἀνθέων καὶ τὴν ἀνθοτεχνίαν ἐν γένει ὄχι μόνον εὑρέθησαν οἱ ἀνθοκόμοι οἱ εἰδικοί, ἀλλ᾿ οἱ εὐφυεῖς πατησιῶται τόσον ἔμαθον τὴν τέχνην τοῦ συμπλέκειν τὰς ἀνθοδέσμας, ὥστε ἀγοράζοντες ἀντὶ δραχμῆς τὰ σκελετὰ τὰ βαρυόπλεκτα περιπλέκουν αὐτὰ δι᾿ ἀνθέων τῶν κήπων των, κατασκευάζοντες κομψοτάτας ἀνθοδέσμας. Χθὲς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Εἰρήνῃ ἀφοῦ ἐπωλήθησαν αἱ ἕτοιμοι ὅλαι, κατόπιν ἐκεῖ προχείρως ἔπλεκον ἄλλας μέχρι μεσημβρίας ὅτε πλέον εἶχον ἀδειάσει ὅλαις τὶς κόφαις. Μετὰ μεσημβρίαν δὲ τὰ ἀπώλητα ἄνθη εἶχον μαρανθῆ πλέον ὅτε ἠκούσθη καὶ ὁ ἑξῆς διάλογος:
— Καὶ ὅσα λουλούδια δὲν πωληθοῦν τί τὰ κάμνουν;
—Τὰ βράζουν!...
Ὁ ταξειδιώτης

*Στὴν ἔκδοση τοῦ ἄρθρου ἀκολουθεῖται, ἐν πολλοῖς, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ἡ ὀρθογραφία καὶ ἡ στίξη τῆς ἀρχικῆς δημοσίευσης στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» τῆς 24ης Ἀπριλ. 1902





[1] Ἐφ. Ἐμπρός, «Ἡ ἐπέτειος τοῦ Βασιλέως μας. Ἡ σημερινὴ τελετή. – Αἱ μουσικαί. –Ἡ φωταψία», φ. 1970 / 23. 4. 1902, σ. 2.
[2] «Ὅλην τὴν νύκταν ἦτο καταφώτιστος διὰ πυρῶν καὶ φανῶν ὁ Λυκαβητὸς πανηγυρίζοντος τοῦ ἐν τῇ κορυφῇ ναΐσκου, πολυάριμθοι δὲ προσκυνηταὶ ἀνήρχοντο ἵνα παρακολουθήσωσι τὴν γενομένην ἀγρυπνίαν … Σήμερον εἰς τὴν λειτουργίαν θὰ παραστῶσι χιλιάδες εὐσεβῶν, θ᾿ ἀναβαίνουν δὲ καθ᾿ ὅλην τὴν ἡμέραν ἀποτελοῦντες μίαν ἑλικοειδῆ γραφικὴν παράταξιν ἀπὸ τοὺς πρόποδας ἕως ἐπάνω»· Ἐφ. Ἀκρόπολις, «Αἱ σημεριναὶ πανηγύρεις. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος. –Πῶς θὰ ἑορτασθῇ ἀπὸ τὸν λαόν»  φ. 7235 / 23.3. 1902, σ. 2. Ἐνδεχομένως, τὸ ἀνυπόγραφο αὐτὸ δημοσίευμα εἶναι τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη, καθὼς ἡ γλῶσσα του εἶναι πολὺ κοντὰ σὲ αὐτὴν μὲ τὴν ὁποίαν δημοσιγραφοῦσε, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πὼς ὁ Μωραϊτίδης δημοσίευσε καὶ ἄλλα ἀνυπόγραφα ἄρθρα του· βλ. Ροδάνθη Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ Διηγηματογραφικοῦ του ἔργου, ἐκδ. Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1996,  σ. 240.
[3] Τὸ καμπαναριὸ κτίστηκε στὰ 1900 μὲ χορηγεία τοῦ μεγαλοεπιχειρηματία Ν. Θών, ἐνῷ ἡ καμπάνα, ἡ ὁποία δὲν σώζεται σήμερα, δωρεὰ τῆς βασίλισσας Ὄλγας, τοποθετήθηκε τὸ 1902. Ἡ καμπάνα ἤχησε γιὰ πρώτη φορὰ στὶς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1902. Ἦταν αὐτὸς ὁ βαρύκροτος ἦχος ποὺ καταγράφει ὁ Μωραϊτίδης. Βλ.  καὶ ἐφ. Ἐμπρός, «Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου», φ. 1970 / 23. 4. 1902, σ. 2, ὅπου σὲ ἀνυπόγραφο ἄρθρο γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου δηλώνεται πώς: «Διὰ πρώτην δὲ φορὰν χθὲς τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Λυκαβητοῦ ἐτέθη εἰς ἐνέργειαν μὲ τὸν δυνατόν του κώδωνα».
[4] Πρόκειται γιὰ τὸν Κρητικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Ἐμμανουὴλ Λουλουδάκη († 1885), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ τελευταῖος  κτήτωρ τοῦ ναοῦ καὶ μόναζε σὲ παρακείμενο κελλί. Τὸν Ἐμ. Λουλουδάκη ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης καὶ στὸ ταξιδιωτικό του: «Μέσα ᾿στὰ χιόνια. Ἀπὸ ποῦ πᾶνε γιὰ τὸ Καρπενῆσι», ὅταν εὑρισκόμενος στὶς ἀρχὲς Δεκεμβρίου τοῦ 1901 στὴ Λαμία, στὴν πορεία του πρὸς τὸ Καρπενῆσι, ἀντικρίζοντας τὸν λόφο τῆς Ἀκρολαμίας ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ξενοδοχείου του γράφει:  «Θὰ ἐνοικιάσητε δωμάτιον εἰς τὸ ξενοδοχεῖον «ἡ Εὐρώπη». Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παράθυρόν σας, πέραν, ἕνα ὡραῖον βουνάκι μὲ τὰ πευκάκια του, ἡ ἱστορικὴ Ἀκρολαμία,, θὰ σᾶς ὑπενθυμίζῃ τὸν προσφιλῆ σας Λυκαβητόν. Ἀπαράλλακτον ὁ Λυκαβητός, τὸ φρούριον τῆς Λαμίας. Ὑψηλός, καμαρωτός, μὲ τὰ πευκάκια του, μὲ τοὺς βράχους του καὶ μὲ τὸν Λουλουδάκην του, τὸν ἑπτάψυχον ἥρωα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Δὲν ἤθελα νὰ ξεκολλήσω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ βουνάκι αὐτό. Θαῤῥοῦσα πῶς εἶμαι ἀκόμη εἰς τῆς κυρὰ-Χαραλάμπαινας τὸ σπιτάκι, ὁδὸς Ἐρεσοῦ καὶ ἔβλεπα τὸν ἀγαπημένον μου Λυκαβητόν»· Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, ἐκδ. Σιδέρη, σειρὰ Ε΄, Ἀθήνα  1926, σ. 89· Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Ὅλα ἐν τῷ Καρπενησίῳ μεγαλοπρεπῆ. Τὸ ταξίδι τοῦ  Ἀλεξάνδρου  Μωραϊτίδη στὸ Καρπενῆσι», Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο, Τὸ Καρπενῆσι στὴ διαχρονικὴ πορεία του. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτητα ὣς τὶς μέρες μας, Καρπενῆσι 18-21 Ὀκτωβρίου 2017, Πρακτικὰ Συνεδρίου, ὑπὸ ἔκδοσιν.
[5] «Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καρύτση ἐστολισμένος μὲ σημαίας καὶ μὲ μύρτα ἐδέχετο πολλοὺς προσκυνητάς»· ἐφ. Ἐμπρός, «Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου», φ. 1970 / 23. 4. 1902, σ. 2.
[6] Ἐφ. Σκρίπ, φ. 1664 / 7. 4. 1900, σ. 1.
[7] Τὸ Πάσχα τοῦ 1902 ἦταν στὶς 14 Ἀπριλίου.
[8]  Γιὰ τὰ ψευδώνυμα μὲ τὰ ὁποῖα δημοσιεύει τὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα ὁ Μωραϊτίδης βλ. Ροδάνθη Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, σ. 240.
[9] Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7236 / 24. 4. 1902, σ. 2.
[10] Ὁ βυζαντινόρυθμος ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση εἶναι ἔργο (1845-1849) τοῦ ἀρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885) καὶ πράγματι ἦταν «ὁ πλούσιος ναὸς τῆς ἀριστοκρατίας». Ἔτσι, σ᾿ αὐτὸν ἐτελέσθη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία γιὰ τὸν λογοτέχνη καὶ Ἀκαδημαϊκὸ Παῦλο Νιρβάνα, στὶς 30 Νοε. 1937 [βλ. ἐφ. Ἑστία, φ. 16637 / 30. 11. 1937, σ. 3] ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Μαρίκα Φραγκίστα ἀπόγονο τῆς εὔπορης καὶ ἱστορικῆς Ἀγραφιώτικης οἰκογένειας τῶν Φραγκίστα καθὼς καὶ σύζυγος τοῦ χρηματιστὴ καὶ ἐπὶ ἔτη διατελέσαντος Δημάρχου Σκιάθου, Φιλοκλῆ Γ. Γεωργιάδη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης διατηροῦσε στενὴ προσωπικὴ καὶ συγγενικὴ σχέση, ἐνῷ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς κοιμήσεως της [ 3. Ἰαν. 1907]  καὶ τοῦ 40ημέρου μνημοσύνου της [24 Φεβρ. 1907] ‒πάλι  στὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Καρύτση‒ εἶχε δημοσιεύσει σχετικὲς νεκρολογίες [βλ.  Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 22005, τ. Ε΄, σ. 343· Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «“...καὶ μὲ τρέμοντα χείλη...” Ἀθησαύριστον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη», ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, Γρεβενά, φ.730 / 9. 6. 2017,  σ. 11-18· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 22005, τ. Ε΄, σ.343.
[11] Πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο Γεώργιο τῶν Βράχων στὸν συνοικισμὸ «Ἀναφιώτικα» τῆς Πλάκας.
[12] Γιὰ τὸν πανηγυρίζοντα ναὸ σημειώνεται στὸ δημοσίευμα τῆς ἐφ.  «Ἀκρόπολις» τῆς 23 Ἀπριλ. 1902: «Εἰς τὴν Κυψέλην πανηγυρίζει ὁ νεοκόσμητος ναὸς τοῦ τροπαιοφόρου μεγαλομάρτυρος, καθαρὸς καὶ ἀπαστράπτων, μικρὸς κομψὸς ὡς παρεκκλήσιον κανενὸς βυζαντινοῦ Συγκλητικοῦ»· Ἐφ. Ἀκρόπολις, «Αἱ σημεριναὶ πανηγύρεις. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος. –Πῶς θὰ ἑορτασθῇ ἀπὸ τὸν λαόν»,  φ. 7235 23.3. 1902, σ. 2.
[13] Πρόκειται περὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου (1839-1934), ἀπὸ τὴ Ραιδεστὸ τῆς Θράκης, Ἁγιορείτου πνευματικοῦ τοῦ τέλους τοῦ 19ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰ. Ἀπὸ αὐτὸν εἶχε ἐκφράσει ὁ Μωραϊδίδης τὴν ἐπιθυμία νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ κουρά του εἰς μοναχὸν Ἀνδρόνικον· βλ. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, «Μία ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη στὸν Γέροντα Σοφρώνιο Κεχαγιόγλου», Ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 663 / 15. 1. 2016, σ. 11-13· Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, «Ὁ ἁγιορείτης γέροντας Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς  νήσου Σκοπέλου ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰ., Πρωτᾶτον, (2000)  67-73· Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, ἐκδ. Σιδέρη, σειρὰ Δ΄, Ἀθήνα  1925, σ. 69-70, σημ. 1.
[14] «Οἱ ὀπωροπῶλαι καὶ λαχανοπῶλαι τελοῦσι σήμερον τὴν ἐτήσιον τοῦ σωματείου των πανήγυριν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρέντη, ὅπου ἔχουσι ἀνηρτημένην τὴν εἰκόνα τοῦ προστάτου μεγαλομάτρυρος. Ἐκεῖ εἰς τὴν ὡραίαν τῆς πόλεώς μας ἐξοχήν, θὰ τελέσουν τὴν θείαν λειτουργίαν  μετὰ πάσης λαμπρότητος, κατόπιν δὲ θὰ παρακαθίσωσιν εἰς κοινὸν συμπόσιον ἐξ ὀπτῶν ἀμνῶν καὶ θὰ εὐθυμίσουν τραγουδοῦντες  καὶ χορεύοντες μέχρις ἑσπέρας». Ἐφ. Ἀκρόπολις, «Αἱ σημεριναὶ πανηγύρεις. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος. –Πῶς θὰ ἑορτασθῇ ἀπὸ τὸν λαόν»  φ. 7235 23.3. 1902, σ. 2.
                                         Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
 Σημ.: πρώτη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 772,  27. 4. 2018

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ZAXAΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: Πάσχα τοῦ 1900


Ἡ χαρμοσύνη τῆς μεγάλης ἑορτῆς
Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου χρονογραφεῖ γιὰ τὸ Πάσχα τοῦ 1900
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(σκίτσο Χριστίνας Κατσάρη) 

Γιὰ τὸ πρῶτο Πάσχα τῆς νέας ἑκατονταετηρίδος ἀρθρογραφεῖ ὁ νεώτατος, μόλις 23 ἐτῶν,[1] Καρπενησιώτης λόγιος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), μὲ ἐκτενὲς χρονογράφημά του στὸ πρωτοσέλιδο τῆς ἐφ. «Σκρίπ», στὶς 11 Ἀπριλίου 1900· τῆς Τρίτης τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα ἐκείνης τῆς χρονιᾶς. Τὸ ἄρθρο, ποὺ τὸ ὑπογράφει ὡς Ζ. Π., ἀπαρτίζεται ἀπὸ πέντε ἐπὶ μέρους στιγμιότυπα καὶ καταστάσεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἀπηχοῦν τὶς  παραδόσεις καὶ τοὺς λατρευτικοὺς τύπους τοῦ Πάσχα στὴν Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ στὴν ὀρεινὴ Ἑλλάδα. Μὲ ἐπιγραμματικότητα σκέψης καὶ σατιρικὴ δηκτικὴ διάθεση, ὅπως εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν χρονογράφημάτων του,  προσπαθεῖ, μὲ τὴν ποιότητα τοῦ ὕφους καὶ τῆς τεχνικῆς του, νὰ ἀποδώσει κάποιες λεπτὲς ἀποχρώσεις ἀπὸ τὸν καμβᾶ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ τὴν ἐφ. «Σκρίπ» συνεργάζεται ὡς ἀρθρογράφος ἀπὸ τὸ 1895 σὲ ἡλικία μόλις 18 ἐτῶν.[2] Ἡ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι ἡ ἁπλὴ καθαρεύουσα μὲ ἀρκετὰ δημώδη στοιχεῖα, ὅπως συνήθιζε στὰ πρῶτα χρόνια τῆς δημοσιογραφικῆς του παρουσίας.[3]  
Ἐφ. «Σκρίπ», φ. 1667 / 11. 4. 1900, σ. 1.

Στὴν πρώτη σκηνὴ τοῦ χρονογραφήματός του ἀναφέρεται στὸ χαρακηριστικὸ λαογραφικὸ γνώρισμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ὁ οἰκογενειακὸς χαρακτήρας του. Ἡ συγκέντρωση τῶν οἰκογενειῶν κατ᾿ οἶκον, μὲ τὰ πασχαλινὰ αὐγὰ καὶ τὸν ὀβελία, ποὺ ἔχει ὅμως ὡς συνέπεια, ἀκόμη καὶ μέχρι τὶς μέρες μας, οἱ μεγάλες πόλεις, ἡ πρωτεύουσα μὲ τοὺς δρόμους της, νὰ ἐρημώνουν ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ζωή:

Καὶ αὐτὰ ἔχει ἡ χαρμοσύνη τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Φεύγει ἀπὸ τοὺς δρόμους, φεύγει ἀπὸ τὰ πλάτη τοῦ ὑπαίθρου καὶ κλείεται ὑπὸ μίαν στέγην … Ἂν τὴν ἡμέραν αὐτὴν γυρίσῃς εἰς τοὺς δρόμους φαίνεσαι ἁπλούστατα ὡς ἐπαίτης ζητιανεύων ζωήν
Ἐφ. «Σκρίπ», φ. 1667 / 11. 4. 1900, σ. 1.

Τὸ δεύτερο πασχαλινὸ στιγμιότυπο ποὺ σχολιάζει ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου ἀφορᾶ τὴν συμπαθῆ τάξη τῶν νεαρῶν ὑπαλλήλων τῶν παντοπωλείων τῆς ἐποχῆς: τῶν μπακαλοπαίδων ὅπως ἀποκαλοῦνται, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σὲ κατάσταση εὐθυμίας ἀπὸ τὴν οἰνοποσία καὶ θορυβοῦν στοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν. Μὲ λεπτὴ χιουμοριστικὴ εἰρωνικὴ διάθεση περιγράφει σκηνὲς ἀπὸ τὴν ἐργασία τους ἀλλὰ καὶ τὴ διασκέδασή τους:
Εἶναι τόσον ὁρμητικὸν τὸ κέφι τῶν νεαρῶν εὐσάρκων βιοπαλαιστῶν, ὥστε σκορπίζει ἀφθόνως φαιδρότητα εἰς τὴν  κρύαν πόλιν ἡ διέλυσις ἑνὸς βιζαβὶ[4] ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέχουν χονδροὶ πόδες μὲ τακούνια ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ὅπου διακρίνονται αἱματώδεις λαιμοὶ φουσκωμένοι ἀπὸ τὸ ᾆσμα καὶ κεφαλαὶ λικνιζόμεναι ἐν τῇ εὐδαιμονίᾳ τῆς μέθης … [ὁ μπακαλόπαις] …  Ἀνέρχεται τὴν σκάλαν τῶν σπητιῶν τραγουδῶν, μὲ ὅλον τὸ ζεμπίλι τὸ ὁποῖον τοῦ κάθεται εἰς τὸν ὦμον, καὶ φεύγει ὡς Δὸν Ζουὰν φορτωμένος μειδιάματα  καὶ φιλοφρονήσεις δουλικῶν, τὰ ὁποῖα ρίπτουν πάντοτε ἰδιαιτέρως εὐμενῆ βλέμματα πρὸς τὴν μπακαλοπαιδικὴν εὐρωστίαν.
Στὴν τρίτη σκηνὴ ὑπογραμμίζει τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα σὲ στρατιωτικὲς μονάδες. Δηλώνει πὼς ἡ δύναμη τοῦ ἀναστάσιμου μηνύματος εἶναι τόση ὥστε, τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, καταλύει ἀκόμη καὶ τὸν ἰδιαιτέρως αὐστηρό χαρακτῆρα τῆς στρατιωτικῆς πειθαρχίας καὶ ἱεραρχίας καὶ οἱ ἱεραρχικὰ ἀνώτεροι συγχρωτίζονται μὲ τοὺς κατώτερους, χωρὶς νὰ τηρεῖται τὸ τυπικὸ πρωτόκολλο πειθαρχίας  τῶν ὑπηρεσιακῶν σχέσεων τους:
ἡ «συγκρατοῦσα τοὺς στρατοὺς κτλ.» πειθαρχία τρέπεται εἰς φυγήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ μύσταξ τοῦ λοχίου παύει νὰ ἀγριεύῃ πρὸς τὸν στρατιώτην, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ δύο ἄκρα τοῦ στρατοῦ, ὁ στρατιώτης καὶ ὁ Βασιλεὺς συναντῶνται ὡς δύο καλοὶ φίλοι καὶ τσιγκρίζουν αὐγά.
Τονίζει ἀκόμη τὶς ἰδιαίτερες γευστικὲς περιποιήσεις τῶν ἐπισκεπτομένων τὰ εὐζωνικὰ τάγματα, ὅπου:
οἱ καλοὶ ὑπαξιωματικοὶ σᾶς προσφέρουν τοὺς τρυφεροὺς μεζέδες τοῦ ὀβελίου, παρεσκευασμένους κατὰ τὴν ἀνεφίκτου τελειότητος κοκορετσοποιητικὴν τέχνην τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν.

Ἀκολούθως, ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου μὲ διάθεση λεπτῆς εἰρωνείας καὶ σαρκασμοῦ περιγράφει ἐπιγραμματικὰ τὸ στρατιωτικὸ ἀλλὰ καὶ πολιτικὸ χαρακτῆρα τοῦ Πάσχα στὶς ὀρεινὲς ἐπαρχίες. Ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, ἀναφέρεται σὲ πασχαλινὲς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴ γενέτειρά του, τὸ Καρπενήσι, ὅπου:

Ὁ ὀβελίας διαμελίζεται ἐπὶ εὐωδιάζοντος στρώματος ἐλατοκλάδων … ἕπεται γλεντοκόπημα ἀντηχοῦν εἰς πᾶσαν τὴν θαμμένην ἐντὸς καπνοῦ ἐπαρχιακὴν πόλιν.

Ἀναφέρεται μάλιστα σὲ μία ἐνθύμησή του ποὺ τοῦ εἶχε κάμει μεγάλη ἐντύπωση· μία ἐπιγραφὴ στὸν ἐξώστη τοῦ τοπικοῦ σταθμοῦ χωροφυλακῆς. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν τὴν ἐπιγραφὴ καυτηριάζει τὴν συμπεριφορὰ καὶ πρακτικὴ τῶν ὀργάνων τῆς χωροφυλακῆς:

Ἐκ τῶν καπνισμένων αὐτῶν ἀναμνήσεων διέσωσα μίαν ἐπιγραφὴν τὴν ὁποία εἶδα κατὰ τὸ Πάσχα ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τοῦ καταστήματος τῆς χωροφυλακῆς.
«Ἡ χωροφυλακή, ἦτο, εἶναι καὶ ἔσεται τὸ ἰσχυρότερον στήριγμα τῆς κυβερνήσεως»
  Καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐζήτουν νὰ ἐμβαθύνω εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς ἐπιγραφῆς, ἤκουσα ἀπὸ τὸ κατῶγι τῆς χωροφυλακῆς πολίτην στενάζοντα, διότι τὴν προηγουμένην εἶχε δαρῆ μέχρι αὐλακώσεως τῶν πλευρῶν του διὰ βουνεύρου.       
 Ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του σχολιάζοντας μὲ σκωπτικὴ διάθεση τὸν λόγο τῶν ἱεροκηρύκων στοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγ. Ἑβδομάδος. Θεωρεῖ πὼς ὁ λόγος τους βρίθει κοινοτοπιῶν καὶ ὑπερβολῶν. Ἐξαιρεῖ μόνον τὸν τότε κήρυκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης Γεώργιο Γέγλε:[5]
Οἱ ἱεροκήρυκες ἐσκόρπισαν καὶ ἐφέτος εἰς τοὺς Ἀθηναϊκοὺς ναοὺς θησαυροὺς φράσεων καὶ περιόδων  καλῶς συντεταγμένων καὶ συνδεομένων διὰ τοῦ δὲ καὶ τοῦ γάρ. … ὁ μόνος ἀναδειχθεὶς ὑπεράνω τῶν κοινοτυπιῶν, ἦτο ὁ ὁμιλήσας εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καθηγητὴς κ. Γέγλες
Ἐφ. «Σκρίπ», φ. 1664 / 7. 4. 1900, σ. 1.

Ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, λίγες μέρες νωρίτερα, τὴν Μεγάλη Παρασκευή, στὶς 7 Ἀπριλίου 1900, πάλι στὴν ἐφ. «Σκρίπ», σὲ χρόνογράφημά του μὲ τίτλο «ΣΚΕΨΕΙΣ ΡΩΜΗΟΥ (ΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ)» καὶ πάλι μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ζ.Π.  ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἔλλειψη βυζαντινότροπων ἱεροψαλτῶν στοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν καὶ σημειώνει πὼς σχεδὸν μοναδικοὶ παραδοσιακοὶ ἱεροψάλτες εἶναι οἱ δύο Σκιάθιοι διηγηματογράφοι Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης:
Ἐφ. «Σκρίπ», φ. 1664 / 7. 4. 1900, σ. 1.

Ἡ βυζαντινὴ ἁπλούστατα κατέπεσεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διότι δὲν ὑπάρχουν ψάλται. Καὶ σήμερον κινδυνεύουν νὰ μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίδης, οἱ δύο ἀσκηταὶ διηγηματογράφοι μας…[6]
ΗΧΩ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ[7]
Καλὴ καὶ ἁγία ἡ συγκέντρωσις εἰς τὸν οἶκον. Καλὸς καὶ ὁ πάτερ-φαμίλιας μὲ τὴν γενειάδα του, καλοὶ καὶ οἱ θρίαμβοι τῶν αὐγῶν μὲ τὴν στερεὰν μύτην, καλῶς ψημένον καὶ τὸ ἀρνί. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ ἐρημία τῶν δρόμων τῆς πόλεως, ὁ ἀπότομος ἐξαφανισμὸς τοῦ ὡραίου ἐξωτερικοῦ κόσμου, τῶν ὡραίων μορφῶν, τῶν περιπάτων, τὸ στείρευμα τῶν ποταμῶν τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι βοοῦν εἰς τὰς ὁδοὺς ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας καὶ χάνονται δύο τρεῖς φορὰς τὸ ἔτος, αὐτὸ βεβαίως δὲν εἶναι εὐφροσύνη. Τὴν στιγμὴν ποὺ σοῦ παρουσιάζεται μὲ ἀλγεβρικὴν στρυφνότητα τὸ πρόβλημα «πῶς θὰ περάσῃς τὴν ὥραν» καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸ λύσῃς, εἶσαι ἀσφαλῶς δυστυχὴς ἄνθρωπος. Καὶ αὐτὰ ἔχει ἡ χαρμοσύνη τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Φεύγει ἀπὸ τοὺς δρόμους, φεύγει ἀπὸ τὰ πλάτη τοῦ ὑπαίθρου καὶ κλείεται ὑπὸ μίαν στέγην ἢ ἐντὸς μιᾶς μάνδρας ἀποπνιγομένης ἐκ καπνοῦ καὶ κνίσσης. Ἂν τὴν ἡμέραν αὐτὴν γυρίσῃς εἰς τοὺς δρόμους φαίνεσαι ἁπλούστατα ὡς ἐπαίτης ζητιανεύων ζωήν.
*
Μόνον οἱ μπακαλόπαιδες ἀπομένουν κυρίαρχοι τῶν ὑπαιθρίων Ἀθηνῶν κατὰ τὸ Πάσχα. Καὶ εἶναι τόσον ὁρμητικὸν τὸ κέφι τῶν νεαρῶν εὐσάρκων βιοπαλαιστῶν, ὥστε σκορπίζει ἀφθόνως φαιδρότητα εἰς τὴν  κρύαν πόλιν ἡ διέλυσις ἑνὸς βιζαβὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέχουν χονδροὶ πόδες μὲ τακούνια ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ὅπου διακρίνονται αἱματώδεις λαιμοὶ φουσκωμένοι ἀπὸ τὸ ᾆσμα καὶ κεφαλαὶ λικνιζόμεναι ἐν τῇ εὐδαιμονίᾳ τῆς μέθης. Ὅλα αὐτὰ συγκεντρωμένα εἰς τὸν μαπακαλόπαιδα. Εἶναι ἀληθὴς βιοπαλαιστής. Ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδαν κάμνει ἐργασίαν, ἡ ὁποία εἰς ἄλλα μέρη ἔχει ἔχει ἀνατεθῆ εἰς τὰς γνωστὰς ἀπορροφητικὰς μηχανὰς ποὺ ἀναβιβάζουν τὸν οἶνον  ἀπὸ τὰ ὑπόγεια.
Ἀλλὰ μὲ ὅλας τὰς ταλαιπωρίας του ἔχει πάντοτε τὴν ἐρυθρὰν στρογγυλότητα κοκκινογουλίου καὶ τὴν εὐθυμίαν ἐκείνων ποὺ ποτίζει μὲ ρετσινάτον. Ἀνέρχεται τὴν σκάλαν τῶν σπητιῶν τραγουδῶν, μὲ ὅλον τὸ ζεμπίλι τὸ ὁποῖον τοῦ κάθεται εἰς τὸν ὦμον, καὶ φεύγει ὡς Δὸν Ζουὰν φορτωμένος μειδιάματα  καὶ φιλοφρονήσεις δουλικῶν, τὰ ὁποῖα ρίπτουν πάντοτε ἰδιαιτέρως εὐμενῆ βλέμματα πρὸς τὴν μπακαλοπαιδικὴν εὐρωστίαν.

*
Τὸ πασχαλινὸν ξεφάντωμα τῶν στρατώνων εἶναι ἓν δημόσιον θέαμα παρεχόμενον δωρεὰν εἰς τοὺς πλανώμενους ἀνὰ τὴν μελαγχολικὴν πόλιν καὶ ἀναζητοῦντας ματαίως διαβάτας καὶ θόρυβον.
Ἀξίζει δὲ νὰ παρίσταται κανεὶς εἰς τὴν μοναδικὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ «συγκρατοῦσα τοὺς στρατοὺς κτλ.» πειθαρχία τρέπεται εἰς φυγήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ μύσταξ τοῦ λοχίου παύει νὰ ἀγριεύῃ πρὸς τὸν στρατιώτην, κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ δύο ἄκρα τοῦ στρατοῦ, ὁ στρατιώτης καὶ ὁ Βασιλεὺς συναντῶνται ὡς δύο καλοὶ φίλοι καὶ τσιγκρίζουν αὐγά. Ἡ καλλιτέρα ὥρα διὰ νὰ ἴδῃ ἢ μᾶλλον νὰ γευθῇ κανεὶς τὸ Πασχαλινὸν γλέντι τῶν στρατώνων εἶναι ἡ πρωϊνή, ὅταν οἱ καλοὶ ὑπαξιωματικοὶ σᾶς προσφέρουν τοὺς τρυφεροὺς μεζέδες τοῦ ὀβελίου, παρεσκευασμένους κατὰ τὴν ἀνεφίκτου τελειότητος κοκορετσοποιητικὴν τέχνην τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν.
Διὰ τοῦτο καὶ τὰς καλλιτέρας ἐντυπώσεις, δηλαδὴ τοὺς καλλίτερους μεζέδες ἀπεκόμισαν οἱ ἐπισκεφθέντες τὰ παραπήγματα ἐκ τοῦ εὐζωνικοῦ τάγματος.

* 

Εἰς τὰς ὀρεινὰς ἐπαρχίας τὸ στρατιωτικὸν γλέντι κατὰ τὸ Πάσχα ἔχει πάντοτε ἑλληνικώτερον τύπον, ἁπλούστατα διότι καὶ τὸ περιεχόμενον καὶ τὸ περιέχον εἶναι ἑλληνικώτερον, ὁ δὲ ὀβελίας διαμελίζεται ἐπὶ εὐωδιάζοντος στρώματος ἐλατοκλάδων. Οἱ στρατῶνες οἱ μαῦροι καὶ παλαιοί, οἱ διασώζοντες τὴν φυσιογνωμίαν τῶν παλαιῶν ἀνθυγιεινῶν στρατώνων, φαιδρύνονται μὲ τὴν ἄφθονον πρασινάδαν, ἡ ὁποία σκεπάζει  τὰς τριζούσας κλίμακας, καὶ τὰ μακρὰ μπαλκόνια, πλαισιοῦντα τὰς ἀορίστου χρώματος εἰκόνας τῶν Ἑλλήνων Βασιλέων.
Καὶ ἕπεται γλεντοκόπημα ἀντηχοῦν εἰς πᾶσαν τὴν θαμμένην ἐντὸς καπνοῦ ἐπαρχιακὴν πόλιν. Ἐκ τῶν καπνισμένων αὐτῶν ἀναμνήσεων διέσωσα μίαν ἐπιγραφὴν τὴν ὁποία εἶδα κατὰ τὸ Πάσχα ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τοῦ καταστήματος τῆς χωροφυλακῆς.
«Ἡ χωροφυλακή, ἦτο, εἶναι καὶ ἔσεται τὸ ἰσχυρότερον στήριγμα τῆς κυβερνήσεως»
Καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐζήτουν νὰ ἐμβαθύνω εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς ἐπιγραφῆς, ἤκουσα ἀπὸ τὸ κατῶγι τῆς χωροφυλακῆς πολίτην στενάζοντα, διότι τὴν προηγουμένην εἶχε δαρῆ μέχρι αὐλακώσεως τῶν πλευρῶν του διὰ βουνεύρου.[8]

*
Οἱ ἱεροκήρυκες ἐσκόρπισαν καὶ ἐφέτος εἰς τοὺς Ἀθηναϊκοὺς ναοὺς θησαυροὺς φράσεων καὶ περιόδων  καλῶς συντεταγμένων καὶ συνδεομένων διὰ τοῦ δὲ καὶ τοῦ γάρ. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἤρχισε τὸν λόγον του ἀπὸ τὴν φράσιν τοῦ Χριστοῦ «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» καὶ κατέληξεν ὡς ἑξῆς:
—Ἰδοὺ διατί, ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ ὁ Ἐτὲμ ἔφθασε μέχρι Ταράτσας.[9]
Καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Μοῦ εἶπον ὅτι ὁ μόνος ἀναδειχθεὶς ὑπεράνω τῶν κοινοτυπιῶν, ἦτο ὁ ὁμιλήσας εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καθηγητὴς κ. Γέγλες. Οἱ ἄλλοι, ἐκτὸς ὀλίγων ἐξαιρέσεων, ἐξήντησαν τὸ ἀκροατήριον περισσότερον τῆς σαρακοστῆς.
Ἀλλὰ τὸ ρεκὸρ τὸ κατέχει πάντοτε ὁ γνωστὸς ἐν Ἀθήναις θεολόγος,[10] ὁ ὁποῖος πέρυσι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἤρχισε τὸν λόγον του εἰς τὸν ναόν εἶναι γνωστὸν εἰς ποῖον ναόνὡς ἑξῆς:
—Μολονότι διῆλθον ὅλην τὴν παρελθοῦσαν νύκτα βασανιζόμενος ὑπὸ κοιλιακῶν ἐνοχλήσεων…

Ζ. Π.


[1]Ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, χαρισματική, εὐφυὴς καὶ καλλιεργημένη μορφὴ τῶν γραμμάτων μὲ ξεχωριστὸ ὕφος καὶ παρατηρητικότητα ἄρχισε νὰ ἀρθρογραφεῖ ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν μόλις 16 ἐτῶν στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη· Διαβάζω, 285 (1992) 58.
[2] Βλ. Φωτεινὴ Κεραμάρη, Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 2001, σ. 64, 219.
[3] Στὸ ἴδιο, σ. 68.
[4] Ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ ἐπιρρηματικὴ ἔκφραση΄΄vis-à-vis΄΄ ποὺ σημαίνει κατ᾿ ἔναντι. Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου ὀνομάζονταν ἔτσι οἱ ἄμαξες μὲ ἕνα ἢ δύο ἄλογα καὶ μὲ τέσσερις θέσεις ἐπιβατῶν ἔτσι ὥστε νὰ κάθονται ἀνὰ δύο ΄΄βιζαβί΄΄ δηλ. ἀπέναντι, ἀντικριστά.
[5] Γεώργιος Σπ. Γέγλες (Ζάκυνθος 9. 4. 1860 - Ἀθῆναι 1828). Θεολόγος μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Σαρδηνία. Καθηγητὴς στὴν Μέση Ἐκπαίσευση, συγγραφέας θεολογικῶν μελετῶν καὶ ἱεροκήρυκας· βλ. Λεωνίδας Χ. Ζώης, Λεξικὸν ἱστορικὸν καὶ λαογρραφικὸν Ζακύνθου, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1963, σ. 118· Σπυρίδων Ν. Ἀβούρης, «Γέγλες Γεώργιος», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 4, στ. 238.
[6] Ἐφ. Σκρίπ, φ. 1664 / 7. 4. 1900, σ. 1.
[7] Ἐφ. Σκρίπ, φ. 1667 / 11. 4. 1900, σ. 1.
[8] Πρόκειται προφανῶς γιὰ παιδικὴ ἀνάμνηση τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου, ὅταν διέμενε στὸ Καρπενήσι. Γιὰ τὸ διάστημα παραμονῆς τοῦ Παπαντωνίου στὸ Καρπενήσι βλ.  Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Ἀλήθεια εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ λέγεται. 90 Παρισινὰ Γράμματα, ἐπιμέλεια – προλογος – εἰσαγωγή Νίκος Α. Ζωρογιαννίδης, ἐκδ. Ἁρμός, σ.  16.
[9] Ὁ Ἐτὲμ Πασᾶς (1851-1909) ἦταν Ὀθωμανὸς στρατιωτικὸς καὶ πολιτικός, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 ἠγήθηκε ὡς ἀρχιστράτηγος τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων στὴ Θεσσαλία. Τὰ τουρκικὰ στρατεύματα ἔφτασαν μέχρι τὸ χωριὸ Ταράτσα, τέσσερα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴ Λαμία, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ πλευρά ‒μὲ τέχνασμα‒ ἔπεισε  τὸ στρατηγεῖο τῶν Ὀθωμανῶν γιὰ ὑπογραφὴ  ἀνακωχῆς, στὶς 8 Μαΐου 1897, καὶ ἔτσι ἀπεφεύχθη ἡ κατάληψη τῆς Λαμίας.
[10] Ἄγνωστο σὲ ποιὸν ἱεροκήρυκα ἀναφέρεται ὁ Παπαντωνίου. Ἐνδεχομένως, κατὰ πληροφορίαν, πρόκειται περὶ τοῦ Μιχαὴλ Γαλανοῦ (1862-1948), ἱεροκήρυκα καὶ πολιτικοῦ, ἱδρυτικοῦ μέλους τοῦ συλλόγου «Ἀνάπλασις»· βλ. Κωνσταντῖνος Κούρκουλας, «Μιχαὴλ Γαλανός», Ἠθικὴ καὶ Θρησκευτικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 4, στ. 155-157.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης